αποκωδικοποιητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποκωδικοποιητής οι αποκωδικοποιητές
      γενική του αποκωδικοποιητή των αποκωδικοποιητών
    αιτιατική τον αποκωδικοποιητή τους αποκωδικοποιητές
     κλητική αποκωδικοποιητή αποκωδικοποιητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποκωδικοποιητής < αποκωδικοποιώ + -τής

Ουσιαστικό

αποκωδικοποιητής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.