αποκρυφολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποκρυφολογία οι αποκρυφολογίες
      γενική της αποκρυφολογίας των αποκρυφολογιών
    αιτιατική την αποκρυφολογία τις αποκρυφολογίες
     κλητική αποκρυφολογία αποκρυφολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποκρυφολογία < απόκρυφος + -ο- + -λογία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική occultisme)

Ουσιαστικό

αποκρυφολογία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.