αποκρυφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποκρυφικός | η | αποκρυφική | το | αποκρυφικό |
| γενική | του | αποκρυφικού | της | αποκρυφικής | του | αποκρυφικού |
| αιτιατική | τον | αποκρυφικό | την | αποκρυφική | το | αποκρυφικό |
| κλητική | αποκρυφικέ | αποκρυφική | αποκρυφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποκρυφικοί | οι | αποκρυφικές | τα | αποκρυφικά |
| γενική | των | αποκρυφικών | των | αποκρυφικών | των | αποκρυφικών |
| αιτιατική | τους | αποκρυφικούς | τις | αποκρυφικές | τα | αποκρυφικά |
| κλητική | αποκρυφικοί | αποκρυφικές | αποκρυφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
αποκρυφικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.