απεμπλοκή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απεμπλοκή οι απεμπλοκές
      γενική της απεμπλοκής των απεμπλοκών
    αιτιατική την απεμπλοκή τις απεμπλοκές
     κλητική απεμπλοκή απεμπλοκές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απεμπλοκή < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

απεμπλοκή θηλυκό

  • η απομάκρυνση από μια διαδικασία, κατάσταση ή κίνδυνο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.