αποκαρδιωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποκαρδιωμένος η αποκαρδιωμένη το αποκαρδιωμένο
      γενική του αποκαρδιωμένου της αποκαρδιωμένης του αποκαρδιωμένου
    αιτιατική τον αποκαρδιωμένο την αποκαρδιωμένη το αποκαρδιωμένο
     κλητική αποκαρδιωμένε αποκαρδιωμένη αποκαρδιωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποκαρδιωμένοι οι αποκαρδιωμένες τα αποκαρδιωμένα
      γενική των αποκαρδιωμένων των αποκαρδιωμένων των αποκαρδιωμένων
    αιτιατική τους αποκαρδιωμένους τις αποκαρδιωμένες τα αποκαρδιωμένα
     κλητική αποκαρδιωμένοι αποκαρδιωμένες αποκαρδιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποκαρδιωμένος: μετοχή παθ. παρακειμένου του ρήματος αποκαρδιώνω

Μετοχή

αποκαρδιωμένος -η -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.