αποικοδόμηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποικοδόμηση | οι | αποικοδομήσεις |
| γενική | της | αποικοδόμησης* | των | αποικοδομήσεων |
| αιτιατική | την | αποικοδόμηση | τις | αποικοδομήσεις |
| κλητική | αποικοδόμηση | αποικοδομήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποικοδομήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποικοδόμηση < αποικοδομώ + -ση
Ουσιαστικό
αποικοδόμηση θηλυκό
- (χημεία): η διάσπαση οργανικών ενώσεων σε απλούστερες ενώσεις μέχρι ανόργανα υλικά
Συγγενικά
- αποικοδομώ
- αποικοδομήσιμος
- → δείτε τις λέξεις από και οικοδομώ
Μεταφράσεις
αποικοδόμηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.