αποικοδόμηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποικοδόμηση οι αποικοδομήσεις
      γενική της αποικοδόμησης* των αποικοδομήσεων
    αιτιατική την αποικοδόμηση τις αποικοδομήσεις
     κλητική αποικοδόμηση αποικοδομήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποικοδομήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποικοδόμηση < αποικοδομώ + -ση

Ουσιαστικό

αποικοδόμηση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.