αποικοδομώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποικοδομώ < από + οικοδομώ < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική abbauen

Ρήμα

αποικοδομώ (παθητική φωνή: αποικοδομούμαι)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.