αποικοδομήσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποικοδομήσιμος | η | αποικοδομήσιμη | το | αποικοδομήσιμο |
| γενική | του | αποικοδομήσιμου | της | αποικοδομήσιμης | του | αποικοδομήσιμου |
| αιτιατική | τον | αποικοδομήσιμο | την | αποικοδομήσιμη | το | αποικοδομήσιμο |
| κλητική | αποικοδομήσιμε | αποικοδομήσιμη | αποικοδομήσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποικοδομήσιμοι | οι | αποικοδομήσιμες | τα | αποικοδομήσιμα |
| γενική | των | αποικοδομήσιμων | των | αποικοδομήσιμων | των | αποικοδομήσιμων |
| αιτιατική | τους | αποικοδομήσιμους | τις | αποικοδομήσιμες | τα | αποικοδομήσιμα |
| κλητική | αποικοδομήσιμοι | αποικοδομήσιμες | αποικοδομήσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποικοδομήσιμος < αποικοδομώ + -σιμος
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αποικοδομώ και οικοδομώ
Μεταφράσεις
αποικοδομήσιμος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.