αποθετικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποθετικά < από + ασθ. θέμα θε- του ρ. τίθημι

αυτά που αποβάλλουν κάτι

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αποθετικά

Σημειώσεις

Ονομάστηκαν έτσι από τους παλαιούς γραμματικούς γιατί εσφαλμένα νόμιζαν ότι αρχικά είχαν και ενεργητική φωνή που (απέθεντο) δηλαδή την απέβαλαν.

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.