έκτακτο αποθεματικό
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- έκτακτο αποθεματικό < έκτακτο και αποθεματικό
Πολυλεκτικός όρος
έκτακτο αποθεματικό
- (λογιστική) αυτό που σχηματίζεται με βάση διάταξη του καταστατικού ή με απόφαση της γενικής συνέλευσης ΓΣ της εταιρείας.
- αφανές αποθεματικό
- τακτικό αποθεματικό
- προαιρετικό αποθεματικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.