τακτικό αποθεματικό
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τακτικό αποθεματικό < → δείτε τις λέξεις τακτικό και αποθεματικό, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική statutory reserve
Πολυλεκτικός όρος
τακτικό αποθεματικό, ή νόμιμο αποθεματικό
- (λογιστική) υποχρεωτική από τον νόμο κράτηση αποθεματικού επί των ετήσιων καθαρών κερδών μιας οικονομικής μονάδας
- ※ Κάθε έτος αφαιρείται το ένα εικοστό (1/20) τουλάχιστον των καθαρών κερδών για σχηματισμό τακτικού αποθεματικού. Η αφαίρεση για σχηματισμό αποθεματικού παύει να είναι υποχρεωτική, μόλις τούτο φθάσει τουλάχιστον το ένα τρίτο (1/3) του κεφαλαίου. [1]
Υπερώνυμα
- αφανές αποθεματικό
- έκτακτο αποθεματικό
- προαιρετικό αποθεματικό
Αναφορές
- Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων. Περί Ανωνύμων Εταιρειών. Άρθρο 158 – Κράτηση αποθεματικού. Πρόσβαση 2021-08-06.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.