αποδελτιώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποδελτιώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
αποδελτιώνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποδελτιώνω | αποδελτίωνα | θα αποδελτιώνω | να αποδελτιώνω | αποδελτιώνοντας | |
| β' ενικ. | αποδελτιώνεις | αποδελτίωνες | θα αποδελτιώνεις | να αποδελτιώνεις | αποδελτίωνε | |
| γ' ενικ. | αποδελτιώνει | αποδελτίωνε | θα αποδελτιώνει | να αποδελτιώνει | ||
| α' πληθ. | αποδελτιώνουμε | αποδελτιώναμε | θα αποδελτιώνουμε | να αποδελτιώνουμε | ||
| β' πληθ. | αποδελτιώνετε | αποδελτιώνατε | θα αποδελτιώνετε | να αποδελτιώνετε | αποδελτιώνετε | |
| γ' πληθ. | αποδελτιώνουν(ε) | αποδελτίωναν αποδελτιώναν(ε) |
θα αποδελτιώνουν(ε) | να αποδελτιώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποδελτίωσα | θα αποδελτιώσω | να αποδελτιώσω | αποδελτιώσει | ||
| β' ενικ. | αποδελτίωσες | θα αποδελτιώσεις | να αποδελτιώσεις | αποδελτίωσε | ||
| γ' ενικ. | αποδελτίωσε | θα αποδελτιώσει | να αποδελτιώσει | |||
| α' πληθ. | αποδελτιώσαμε | θα αποδελτιώσουμε | να αποδελτιώσουμε | |||
| β' πληθ. | αποδελτιώσατε | θα αποδελτιώσετε | να αποδελτιώσετε | αποδελτιώστε | ||
| γ' πληθ. | αποδελτίωσαν αποδελτιώσαν(ε) |
θα αποδελτιώσουν(ε) | να αποδελτιώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποδελτιώσει | είχα αποδελτιώσει | θα έχω αποδελτιώσει | να έχω αποδελτιώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποδελτιώσει | είχες αποδελτιώσει | θα έχεις αποδελτιώσει | να έχεις αποδελτιώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποδελτιώσει | είχε αποδελτιώσει | θα έχει αποδελτιώσει | να έχει αποδελτιώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποδελτιώσει | είχαμε αποδελτιώσει | θα έχουμε αποδελτιώσει | να έχουμε αποδελτιώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποδελτιώσει | είχατε αποδελτιώσει | θα έχετε αποδελτιώσει | να έχετε αποδελτιώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποδελτιώσει | είχαν αποδελτιώσει | θα έχουν αποδελτιώσει | να έχουν αποδελτιώσει |
| |
Μεταφράσεις
αποδελτιώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.