αποδέλοιπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποδέλοιπος | η | αποδέλοιπη | το | αποδέλοιπο |
| γενική | του | αποδέλοιπου | της | αποδέλοιπης | του | αποδέλοιπου |
| αιτιατική | τον | αποδέλοιπο | την | αποδέλοιπη | το | αποδέλοιπο |
| κλητική | αποδέλοιπε | αποδέλοιπη | αποδέλοιπο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποδέλοιποι | οι | αποδέλοιπες | τα | αποδέλοιπα |
| γενική | των | αποδέλοιπων | των | αποδέλοιπων | των | αποδέλοιπων |
| αιτιατική | τους | αποδέλοιπους | τις | αποδέλοιπες | τα | αποδέλοιπα |
| κλητική | αποδέλοιποι | αποδέλοιπες | αποδέλοιπα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποδέλοιπος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
αποδέλοιπος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) εναπομείνας, υπόλοιπος
- Και τους αποδέλοιπους τρεις [μήνες] τι θα κάνουνε; (Αγέλαστη Άνοιξη, Μενέλαου Λουντέμη)
Μεταφράσεις
αποδέλοιπος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.