αποβάμβακας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποβάμβακας οι αποβάμβακες
      γενική του αποβάμβακα των αποβαμβάκων
    αιτιατική τον αποβάμβακα τους αποβάμβακες
     κλητική αποβάμβακα αποβάμβακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποβάμβακας < απο- + βαμβάκ(ι) + -ας

Ουσιαστικό

αποβάμβακας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.