αποαποικιοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποαποικιοποίηση | οι | αποαποικιοποιήσεις |
| γενική | της | αποαποικιοποίησης | των | αποαποικιοποιήσεων |
| αιτιατική | την | αποαποικιοποίηση | τις | αποαποικιοποιήσεις |
| κλητική | αποαποικιοποίηση | αποαποικιοποιήσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.a.pi.ci.oˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐α‐ποι‐κι‐ο‐ποί‐η‐ση
Μεταφράσεις
αποαποικιοποίηση
Αναφορές
- αποαποικιοποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.