απλώστρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απλώστρα | οι | απλώστρες |
| γενική | της | απλώστρας | των | απλωστρών |
| αιτιατική | την | απλώστρα | τις | απλώστρες |
| κλητική | απλώστρα | απλώστρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.