απλημμύριστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απλημμύριστος η απλημμύριστη το απλημμύριστο
      γενική του απλημμύριστου της απλημμύριστης του απλημμύριστου
    αιτιατική τον απλημμύριστο την απλημμύριστη το απλημμύριστο
     κλητική απλημμύριστε απλημμύριστη απλημμύριστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απλημμύριστοι οι απλημμύριστες τα απλημμύριστα
      γενική των απλημμύριστων των απλημμύριστων των απλημμύριστων
    αιτιατική τους απλημμύριστους τις απλημμύριστες τα απλημμύριστα
     κλητική απλημμύριστοι απλημμύριστες απλημμύριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απλημμύριστος < α- + πλημμυρίζω + -τος

Επίθετο

απλημμύριστος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.