απεριέργεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απεριέργεια οι απεριέργειες
      γενική της απεριέργειας των απεριεργειών
    αιτιατική την απεριέργεια τις απεριέργειες
     κλητική απεριέργεια απεριέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απεριέργεια < α- + περιέργεια

Ουσιαστικό

απεριέργεια θηλυκό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.