απαυτώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
απαυτώνω , πρτ.: απαύτωνα, στ.μέλλ.: θα απαυτώσω, αόρ.: απαύτωσα, παθ.φωνή: απαυτώνομαι, π.αόρ.: απαυτώθηκα, μτχ.π.π.: απαυτωμένος
Συνώνυμα
- τετοιόζω
- τετοιώνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | απαυτώνω | απαύτωνα | θα απαυτώνω | να απαυτώνω | απαυτώνοντας | |
| β' ενικ. | απαυτώνεις | απαύτωνες | θα απαυτώνεις | να απαυτώνεις | απαύτωνε | |
| γ' ενικ. | απαυτώνει | απαύτωνε | θα απαυτώνει | να απαυτώνει | ||
| α' πληθ. | απαυτώνουμε | απαυτώναμε | θα απαυτώνουμε | να απαυτώνουμε | ||
| β' πληθ. | απαυτώνετε | απαυτώνατε | θα απαυτώνετε | να απαυτώνετε | απαυτώνετε | |
| γ' πληθ. | απαυτώνουν(ε) | απαύτωναν απαυτώναν(ε) |
θα απαυτώνουν(ε) | να απαυτώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απαύτωσα | θα απαυτώσω | να απαυτώσω | απαυτώσει | ||
| β' ενικ. | απαύτωσες | θα απαυτώσεις | να απαυτώσεις | απαύτωσε | ||
| γ' ενικ. | απαύτωσε | θα απαυτώσει | να απαυτώσει | |||
| α' πληθ. | απαυτώσαμε | θα απαυτώσουμε | να απαυτώσουμε | |||
| β' πληθ. | απαυτώσατε | θα απαυτώσετε | να απαυτώσετε | απαυτώστε | ||
| γ' πληθ. | απαύτωσαν απαυτώσαν(ε) |
θα απαυτώσουν(ε) | να απαυτώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω απαυτώσει | είχα απαυτώσει | θα έχω απαυτώσει | να έχω απαυτώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις απαυτώσει | είχες απαυτώσει | θα έχεις απαυτώσει | να έχεις απαυτώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει απαυτώσει | είχε απαυτώσει | θα έχει απαυτώσει | να έχει απαυτώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε απαυτώσει | είχαμε απαυτώσει | θα έχουμε απαυτώσει | να έχουμε απαυτώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε απαυτώσει | είχατε απαυτώσει | θα έχετε απαυτώσει | να έχετε απαυτώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν απαυτώσει | είχαν απαυτώσει | θα έχουν απαυτώσει | να έχουν απαυτώσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | απαυτώνομαι | απαυτωνόμουν(α) | θα απαυτώνομαι | να απαυτώνομαι | ||
| β' ενικ. | απαυτώνεσαι | απαυτωνόσουν(α) | θα απαυτώνεσαι | να απαυτώνεσαι | ||
| γ' ενικ. | απαυτώνεται | απαυτωνόταν(ε) | θα απαυτώνεται | να απαυτώνεται | ||
| α' πληθ. | απαυτωνόμαστε | απαυτωνόμαστε απαυτωνόμασταν |
θα απαυτωνόμαστε | να απαυτωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | απαυτώνεστε | απαυτωνόσαστε απαυτωνόσασταν |
θα απαυτώνεστε | να απαυτώνεστε | (απαυτώνεστε) | |
| γ' πληθ. | απαυτώνονται | απαυτώνονταν απαυτωνόντουσαν |
θα απαυτώνονται | να απαυτώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απαυτώθηκα | θα απαυτωθώ | να απαυτωθώ | απαυτωθεί | ||
| β' ενικ. | απαυτώθηκες | θα απαυτωθείς | να απαυτωθείς | απαυτώσου | ||
| γ' ενικ. | απαυτώθηκε | θα απαυτωθεί | να απαυτωθεί | |||
| α' πληθ. | απαυτωθήκαμε | θα απαυτωθούμε | να απαυτωθούμε | |||
| β' πληθ. | απαυτωθήκατε | θα απαυτωθείτε | να απαυτωθείτε | απαυτωθείτε | ||
| γ' πληθ. | απαυτώθηκαν απαυτωθήκαν(ε) |
θα απαυτωθούν(ε) | να απαυτωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω απαυτωθεί | είχα απαυτωθεί | θα έχω απαυτωθεί | να έχω απαυτωθεί | απαυτωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις απαυτωθεί | είχες απαυτωθεί | θα έχεις απαυτωθεί | να έχεις απαυτωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει απαυτωθεί | είχε απαυτωθεί | θα έχει απαυτωθεί | να έχει απαυτωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε απαυτωθεί | είχαμε απαυτωθεί | θα έχουμε απαυτωθεί | να έχουμε απαυτωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε απαυτωθεί | είχατε απαυτωθεί | θα έχετε απαυτωθεί | να έχετε απαυτωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν απαυτωθεί | είχαν απαυτωθεί | θα έχουν απαυτωθεί | να έχουν απαυτωθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι απαυτωμένος - είμαστε, είστε, είναι απαυτωμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν απαυτωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν απαυτωμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι απαυτωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι απαυτωμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι απαυτωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι απαυτωμένοι | |||||
Μεταφράσεις
απαυτώνω
|
Αναφορές
- απαυτώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- απαυτώνω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.