απαυτώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απαυτώνω < απαυτ(ός) + -ώνω [1][2]

Ρήμα

απαυτώνω , πρτ.: απαύτωνα, στ.μέλλ.: θα απαυτώσω, αόρ.: απαύτωσα, παθ.φωνή: απαυτώνομαι, π.αόρ.: απαυτώθηκα, μτχ.π.π.: απαυτωμένος

  • (προφορικό) αποφυγή του χυδαιότερου γαμάω/γαμώ
    την πήγε στο σπίτι του με σκοπό να την απαυτώσει

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.