τετοιώνω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /teˈtço.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐τοιώ‐νω
Ρήμα
τετοιώνω, πρτ.: τέτοιωνα, αόρ.: τέτοιωσα (χωρίς παθητική φωνή)
- (οικείο, σπάνιο) κάνω κάτι το οποίο δεν γνωρίζω πως λέγεται, ή δεν μπορώ ή δεν θέλω να το κατονομάσω
- (ιδιωματικό) συνουσιάζομαι
- ※ Απ' όλο το κορμί της ακτινοβολεί γενετήσιο κάλεσμα προς το σερνικό – οποιοδήποτε σερνικό. Αν δεν είχε τον ηθικό και κοινωνικο αυτοέλεγχο, θα τετοιωνόταν μ' όλο τον κόσμο.
- Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος (1956).
- ≈ συνώνυμα: απαυτώνω
- ※ Απ' όλο το κορμί της ακτινοβολεί γενετήσιο κάλεσμα προς το σερνικό – οποιοδήποτε σερνικό. Αν δεν είχε τον ηθικό και κοινωνικο αυτοέλεγχο, θα τετοιωνόταν μ' όλο τον κόσμο.
- τετοιόζω (ιδιωματικό της Λευκάδας)
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τετοιώνω | τέτοιωνα | θα τετοιώνω | να τετοιώνω | τετοιώνοντας | |
| β' ενικ. | τετοιώνεις | τέτοιωνες | θα τετοιώνεις | να τετοιώνεις | τέτοιωνε | |
| γ' ενικ. | τετοιώνει | τέτοιωνε | θα τετοιώνει | να τετοιώνει | ||
| α' πληθ. | τετοιώνουμε | τετοιώναμε | θα τετοιώνουμε | να τετοιώνουμε | ||
| β' πληθ. | τετοιώνετε | τετοιώνατε | θα τετοιώνετε | να τετοιώνετε | τετοιώνετε | |
| γ' πληθ. | τετοιώνουν(ε) | τέτοιωναν τετοιώναν(ε) |
θα τετοιώνουν(ε) | να τετοιώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τέτοιωσα | θα τετοιώσω | να τετοιώσω | τετοιώσει | ||
| β' ενικ. | τέτοιωσες | θα τετοιώσεις | να τετοιώσεις | τέτοιωσε | ||
| γ' ενικ. | τέτοιωσε | θα τετοιώσει | να τετοιώσει | |||
| α' πληθ. | τετοιώσαμε | θα τετοιώσουμε | να τετοιώσουμε | |||
| β' πληθ. | τετοιώσατε | θα τετοιώσετε | να τετοιώσετε | τετοιώστε | ||
| γ' πληθ. | τέτοιωσαν τετοιώσαν(ε) |
θα τετοιώσουν(ε) | να τετοιώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τετοιώσει | είχα τετοιώσει | θα έχω τετοιώσει | να έχω τετοιώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις τετοιώσει | είχες τετοιώσει | θα έχεις τετοιώσει | να έχεις τετοιώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει τετοιώσει | είχε τετοιώσει | θα έχει τετοιώσει | να έχει τετοιώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τετοιώσει | είχαμε τετοιώσει | θα έχουμε τετοιώσει | να έχουμε τετοιώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε τετοιώσει | είχατε τετοιώσει | θα έχετε τετοιώσει | να έχετε τετοιώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τετοιώσει | είχαν τετοιώσει | θα έχουν τετοιώσει | να έχουν τετοιώσει |
| |
Μεταφράσεις
τετοιώνω
|
|
Πηγές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.