απατεωνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απατεωνία | οι | απατεωνίες |
| γενική | της | απατεωνίας | των | απατεωνιών |
| αιτιατική | την | απατεωνία | τις | απατεωνίες |
| κλητική | απατεωνία | απατεωνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απατεωνία < απατεών(ας) + -ία < αρχαία ελληνική ἀπατεών < ἀπάτη
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.pa.te.oˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πα‐τε‐ω‐νί‐α
Μεταφράσεις
απατεωνία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.