απαρότρυντος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαρότρυντος η απαρότρυντη το απαρότρυντο
      γενική του απαρότρυντου της απαρότρυντης του απαρότρυντου
    αιτιατική τον απαρότρυντο την απαρότρυντη το απαρότρυντο
     κλητική απαρότρυντε απαρότρυντη απαρότρυντο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαρότρυντοι οι απαρότρυντες τα απαρότρυντα
      γενική των απαρότρυντων των απαρότρυντων των απαρότρυντων
    αιτιατική τους απαρότρυντους τις απαρότρυντες τα απαρότρυντα
     κλητική απαρότρυντοι απαρότρυντες απαρότρυντα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απαρότρυντος < α- + παροτρύνω + -τος

Επίθετο

απαρότρυντος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

  • απαρότρυντος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.