απαξία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απαξία οι απαξίες
      γενική της απαξίας
    αιτιατική την απαξία τις απαξίες
     κλητική απαξία απαξίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απαξία < (ελληνιστική κοινή) ἀπαξία < ἀπό + ἀξία

Ουσιαστικό

απαξία θηλυκό

  1. το να μην αξίζει κάποιος ή κάτι, να μην έχει κάποια αξία
  2. (φιλοσοφία) το να μην έχει κάποιος πνευματικές, ηθικές ή αισθητικές αξίες στη ζωή του

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.