απαγκιστρώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απαγκιστρώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος απαγκιστρώνω
Ρήμα
απαγκιστρώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος απαγκιστρώνω
- (στρατιωτικός όρος) με ελιγμό κατορθώνω να αποφύγω τον αποκλεισμό
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | απαγκιστρώνομαι | απαγκιστρωνόμουν(α) | θα απαγκιστρώνομαι | να απαγκιστρώνομαι | ||
| β' ενικ. | απαγκιστρώνεσαι | απαγκιστρωνόσουν(α) | θα απαγκιστρώνεσαι | να απαγκιστρώνεσαι | (απαγκιστρώνου) | |
| γ' ενικ. | απαγκιστρώνεται | απαγκιστρωνόταν(ε) | θα απαγκιστρώνεται | να απαγκιστρώνεται | ||
| α' πληθ. | απαγκιστρωνόμαστε | απαγκιστρωνόμαστε απαγκιστρωνόμασταν |
θα απαγκιστρωνόμαστε | να απαγκιστρωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | απαγκιστρώνεστε | απαγκιστρωνόσαστε απαγκιστρωνόσασταν |
θα απαγκιστρώνεστε | να απαγκιστρώνεστε | (απαγκιστρώνεστε) | |
| γ' πληθ. | απαγκιστρώνονται | απαγκιστρώνονταν απαγκιστρωνόντουσαν |
θα απαγκιστρώνονται | να απαγκιστρώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απαγκιστρώθηκα | θα απαγκιστρωθώ | να απαγκιστρωθώ | απαγκιστρωθεί | ||
| β' ενικ. | απαγκιστρώθηκες | θα απαγκιστρωθείς | να απαγκιστρωθείς | απαγκιστρώσου | ||
| γ' ενικ. | απαγκιστρώθηκε | θα απαγκιστρωθεί | να απαγκιστρωθεί | |||
| α' πληθ. | απαγκιστρωθήκαμε | θα απαγκιστρωθούμε | να απαγκιστρωθούμε | |||
| β' πληθ. | απαγκιστρωθήκατε | θα απαγκιστρωθείτε | να απαγκιστρωθείτε | απαγκιστρωθείτε | ||
| γ' πληθ. | απαγκιστρώθηκαν απαγκιστρωθήκαν(ε) |
θα απαγκιστρωθούν(ε) | να απαγκιστρωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω απαγκιστρωθεί | είχα απαγκιστρωθεί | θα έχω απαγκιστρωθεί | να έχω απαγκιστρωθεί | απαγκιστρωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις απαγκιστρωθεί | είχες απαγκιστρωθεί | θα έχεις απαγκιστρωθεί | να έχεις απαγκιστρωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει απαγκιστρωθεί | είχε απαγκιστρωθεί | θα έχει απαγκιστρωθεί | να έχει απαγκιστρωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε απαγκιστρωθεί | είχαμε απαγκιστρωθεί | θα έχουμε απαγκιστρωθεί | να έχουμε απαγκιστρωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε απαγκιστρωθεί | είχατε απαγκιστρωθεί | θα έχετε απαγκιστρωθεί | να έχετε απαγκιστρωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν απαγκιστρωθεί | είχαν απαγκιστρωθεί | θα έχουν απαγκιστρωθεί | να έχουν απαγκιστρωθεί | ||
Μεταφράσεις
απαγκιστρώνομαι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.