εμπορική απαίτηση
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εμπορική απαίτηση < → δείτε τις λέξεις εμπορικός και απαίτηση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική trading receivable
Πολυλεκτικός όρος
εμπορική απαίτηση
- (λογιστική) απαίτηση, από τον πελάτη, λόγω πώλησης αγαθών και υπηρεσιών με πίστωση (επί πιστώσει) στα πλαίσια της λειτουργικής δραστηριότητας της οικονομικής μονάδας
Συνώνυμα
Υπερώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.