αορατότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αορατότητα | οι | αορατότητες |
| γενική | της | αορατότητας | των | αορατοτήτων |
| αιτιατική | την | αορατότητα | τις | αορατότητες |
| κλητική | αορατότητα | αορατότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αορατότητα < αόρατος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αορατότητα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.