αξιόμεμπτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξιόμεμπτος η αξιόμεμπτη το αξιόμεμπτο
      γενική του αξιόμεμπτου της αξιόμεμπτης του αξιόμεμπτου
    αιτιατική τον αξιόμεμπτο την αξιόμεμπτη το αξιόμεμπτο
     κλητική αξιόμεμπτε αξιόμεμπτη αξιόμεμπτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξιόμεμπτοι οι αξιόμεμπτες τα αξιόμεμπτα
      γενική των αξιόμεμπτων των αξιόμεμπτων των αξιόμεμπτων
    αιτιατική τους αξιόμεμπτους τις αξιόμεμπτες τα αξιόμεμπτα
     κλητική αξιόμεμπτοι αξιόμεμπτες αξιόμεμπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αξιόμεμπτος < άξιος + μέμφομαι + -τος

Επίθετο

αξιόμεμπτος, -η, -ο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.