ανύχτωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανύχτωτος η ανύχτωτη το ανύχτωτο
      γενική του ανύχτωτου της ανύχτωτης του ανύχτωτου
    αιτιατική τον ανύχτωτο την ανύχτωτη το ανύχτωτο
     κλητική ανύχτωτε ανύχτωτη ανύχτωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανύχτωτοι οι ανύχτωτες τα ανύχτωτα
      γενική των ανύχτωτων των ανύχτωτων των ανύχτωτων
    αιτιατική τους ανύχτωτους τις ανύχτωτες τα ανύχτωτα
     κλητική ανύχτωτοι ανύχτωτες ανύχτωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανύχτωτος < α- + νυχτώνω + -τος

Επίθετο

ανύχτωτος, -η, -ο

  1. που γίνεται πριν φτάσει η νύχτα
  2. που δεν έχει νύχτα, που δεν νυχτώνει
  3. που δεν τον καταβάλλει η νύχτα, ανύσταχτος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.