ανύχτωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανύχτωτος | η | ανύχτωτη | το | ανύχτωτο |
| γενική | του | ανύχτωτου | της | ανύχτωτης | του | ανύχτωτου |
| αιτιατική | τον | ανύχτωτο | την | ανύχτωτη | το | ανύχτωτο |
| κλητική | ανύχτωτε | ανύχτωτη | ανύχτωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανύχτωτοι | οι | ανύχτωτες | τα | ανύχτωτα |
| γενική | των | ανύχτωτων | των | ανύχτωτων | των | ανύχτωτων |
| αιτιατική | τους | ανύχτωτους | τις | ανύχτωτες | τα | ανύχτωτα |
| κλητική | ανύχτωτοι | ανύχτωτες | ανύχτωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ανύχτωτος, -η, -ο
- που γίνεται πριν φτάσει η νύχτα
- που δεν έχει νύχτα, που δεν νυχτώνει
- που δεν τον καταβάλλει η νύχτα, ανύσταχτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.