αντιτουριστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιτουριστικός | η | αντιτουριστική | το | αντιτουριστικό |
| γενική | του | αντιτουριστικού | της | αντιτουριστικής | του | αντιτουριστικού |
| αιτιατική | τον | αντιτουριστικό | την | αντιτουριστική | το | αντιτουριστικό |
| κλητική | αντιτουριστικέ | αντιτουριστική | αντιτουριστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιτουριστικοί | οι | αντιτουριστικές | τα | αντιτουριστικά |
| γενική | των | αντιτουριστικών | των | αντιτουριστικών | των | αντιτουριστικών |
| αιτιατική | τους | αντιτουριστικούς | τις | αντιτουριστικές | τα | αντιτουριστικά |
| κλητική | αντιτουριστικοί | αντιτουριστικές | αντιτουριστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντιτουριστικός < αντι- + τουριστικός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τουρισμός
Μεταφράσεις
αντιτουριστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.