αντισταθμίσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
αντισταθμίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντισταθμίζω
- θα αντισταθμίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντισταθμίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αντισταθμίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αντιστάθμιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.