αντισκωριακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντισκωριακός | η | αντισκωριακή | το | αντισκωριακό |
| γενική | του | αντισκωριακού | της | αντισκωριακής | του | αντισκωριακού |
| αιτιατική | τον | αντισκωριακό | την | αντισκωριακή | το | αντισκωριακό |
| κλητική | αντισκωριακέ | αντισκωριακή | αντισκωριακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντισκωριακοί | οι | αντισκωριακές | τα | αντισκωριακά |
| γενική | των | αντισκωριακών | των | αντισκωριακών | των | αντισκωριακών |
| αιτιατική | τους | αντισκωριακούς | τις | αντισκωριακές | τα | αντισκωριακά |
| κλητική | αντισκωριακοί | αντισκωριακές | αντισκωριακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αντισκωριακός, -ή, -ό
- που αποβλέπει στην καταπολέμηση της σκουριάς
- αντισκωριακή προστασία
- αντισκωριακό χρώμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.