αντιπύραυλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αντιπύραυλος | οι | αντιπύραυλοι |
| γενική | του | αντιπύραυλου & αντιπυραύλου |
των | αντιπύραυλων & αντιπυραύλων |
| αιτιατική | τον | αντιπύραυλο | τους | αντιπύραυλους & αντιπυραύλους |
| κλητική | αντιπύραυλε | αντιπύραυλοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αντιπύραυλος αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) πύραυλος που συμβάλλει στην εξουδετέρωση των πυραύλων του εχθρού
Συγγενικά
- αντιπυραυλικός
- → δείτε τις λέξεις αντί, πύραυλος, πυρ και αυλός
Μεταφράσεις
αντιπύραυλος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.