αντιπνευμονικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιπνευμονικός | η | αντιπνευμονική | το | αντιπνευμονικό |
| γενική | του | αντιπνευμονικού | της | αντιπνευμονικής | του | αντιπνευμονικού |
| αιτιατική | τον | αντιπνευμονικό | την | αντιπνευμονική | το | αντιπνευμονικό |
| κλητική | αντιπνευμονικέ | αντιπνευμονική | αντιπνευμονικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιπνευμονικοί | οι | αντιπνευμονικές | τα | αντιπνευμονικά |
| γενική | των | αντιπνευμονικών | των | αντιπνευμονικών | των | αντιπνευμονικών |
| αιτιατική | τους | αντιπνευμονικούς | τις | αντιπνευμονικές | τα | αντιπνευμονικά |
| κλητική | αντιπνευμονικοί | αντιπνευμονικές | αντιπνευμονικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντιπνευμονικός < αντι- + πνευμονικός
Μεταφράσεις
αντιπνευμονικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.