αντιπερισπασματικός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αντιπερισπασματικός < αντιπερισπασμός + -ατικός
Επίθετο
αντιπερισπασματικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον αντιπερισπασμό, αναφέρεται σ’ αυτόν ή γίνεται με αντιπερισπασμό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.