αντικυκλωνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντικυκλωνικός | η | αντικυκλωνική | το | αντικυκλωνικό |
| γενική | του | αντικυκλωνικού | της | αντικυκλωνικής | του | αντικυκλωνικού |
| αιτιατική | τον | αντικυκλωνικό | την | αντικυκλωνική | το | αντικυκλωνικό |
| κλητική | αντικυκλωνικέ | αντικυκλωνική | αντικυκλωνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντικυκλωνικοί | οι | αντικυκλωνικές | τα | αντικυκλωνικά |
| γενική | των | αντικυκλωνικών | των | αντικυκλωνικών | των | αντικυκλωνικών |
| αιτιατική | τους | αντικυκλωνικούς | τις | αντικυκλωνικές | τα | αντικυκλωνικά |
| κλητική | αντικυκλωνικοί | αντικυκλωνικές | αντικυκλωνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντικυκλωνικός < αντικυκλώνας + -ικός
Επίθετο
αντικυκλωνικός, -ή, -ό
- (μετεωρολογία) που έχει σχέση με τη αντικυκλώνα ή αναφέρεται σ’ αυτόν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.