αντικρυνός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντικρυνός η αντικρυνή το αντικρυνό
      γενική του αντικρυνού της αντικρυνής του αντικρυνού
    αιτιατική τον αντικρυνό την αντικρυνή το αντικρυνό
     κλητική αντικρυνέ αντικρυνή αντικρυνό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντικρυνοί οι αντικρυνές τα αντικρυνά
      γενική των αντικρυνών των αντικρυνών των αντικρυνών
    αιτιατική τους αντικρυνούς τις αντικρυνές τα αντικρυνά
     κλητική αντικρυνοί αντικρυνές αντικρυνά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /an.di.kɾiˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντικρυνός

Επίθετο

αντικρυνός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.