αντικραυγαλέος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντικραυγαλέος | η | αντικραυγαλέα | το | αντικραυγαλέο |
| γενική | του | αντικραυγαλέου | της | αντικραυγαλέας | του | αντικραυγαλέου |
| αιτιατική | τον | αντικραυγαλέο | την | αντικραυγαλέα | το | αντικραυγαλέο |
| κλητική | αντικραυγαλέε | αντικραυγαλέα | αντικραυγαλέο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντικραυγαλέοι | οι | αντικραυγαλέες | τα | αντικραυγαλέα |
| γενική | των | αντικραυγαλέων | των | αντικραυγαλέων | των | αντικραυγαλέων |
| αιτιατική | τους | αντικραυγαλέους | τις | αντικραυγαλέες | τα | αντικραυγαλέα |
| κλητική | αντικραυγαλέοι | αντικραυγαλέες | αντικραυγαλέα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντικραυγαλέος < αντι- + κραυγαλέος
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.di.kra.vɣaˈle.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐κραυ‐γα‐λέ‐ος
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αντικραυγαλέος
|
|
- αντικραυγαλέος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.