αντιεπαγγελματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιεπαγγελματικός η αντιεπαγγελματική το αντιεπαγγελματικό
      γενική του αντιεπαγγελματικού της αντιεπαγγελματικής του αντιεπαγγελματικού
    αιτιατική τον αντιεπαγγελματικό την αντιεπαγγελματική το αντιεπαγγελματικό
     κλητική αντιεπαγγελματικέ αντιεπαγγελματική αντιεπαγγελματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιεπαγγελματικοί οι αντιεπαγγελματικές τα αντιεπαγγελματικά
      γενική των αντιεπαγγελματικών των αντιεπαγγελματικών των αντιεπαγγελματικών
    αιτιατική τους αντιεπαγγελματικούς τις αντιεπαγγελματικές τα αντιεπαγγελματικά
     κλητική αντιεπαγγελματικοί αντιεπαγγελματικές αντιεπαγγελματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντιεπαγγελματικός < αντι- + επαγγελματικός

Προφορά

ΔΦΑ : /an.di.e.paŋ.ɟel.ma.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντιεπαγγελματικός

Επίθετο

αντιεπαγγελματικός, -ή, -ό

  • (νεολογισμός) που δεν είναι επαγγελματικός
    αντιεπαγγελματική συμπεριφορά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.