αντιεξουσιαστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αντιεξουσιαστής | οι | αντιεξουσιαστές |
| γενική | του | αντιεξουσιαστή | των | αντιεξουσιαστών |
| αιτιατική | τον | αντιεξουσιαστή | τους | αντιεξουσιαστές |
| κλητική | αντιεξουσιαστή | αντιεξουσιαστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αντιεξουσιαστής αρσενικό,
- (πολιτική): αυτός που αντιτίθεται σε κάποια μορφή εξουσίας, συνηθέστερα σε πολιτική ή εκτελεστική
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αντιεξουσιαστής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.