αντιεμβολιαστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αντιεμβολιαστής | οι | αντιεμβολιαστές |
| γενική | του | αντιεμβολιαστή | των | αντιεμβολιαστών |
| αιτιατική | τον | αντιεμβολιαστή | τους | αντιεμβολιαστές |
| κλητική | αντιεμβολιαστή | αντιεμβολιαστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.di.eɱ.vo.li.aˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐εμ‐βο‐λι‐α‐στής
Ουσιαστικό
αντιεμβολιαστής αρσενικό (θηλυκό αντιεμβολιάστρια)
- αυτός που τάσσεται εναντίον της χορήγησης εμβολίων
- ※ Ωστόσο, ό,τι κι αν λέει ο αντιεμβολιαστής της γειτονιάς σου, δεν είναι η πρώτη φορά που η ανακάλυψη ενός εμβολίου, αποδείχθηκε σωτήρια για την ανθρωπότητα, μιας και πολλές φορές στο παρελθόν οι επιστήμονες μάς βγάλανε ασπροπρόσωπους.
- «Τα εμβόλια που έσωσαν την ανθρωπότητα», ιστοσελίδα in2life, 07.1.2021.
- ※ Ωστόσο, ό,τι κι αν λέει ο αντιεμβολιαστής της γειτονιάς σου, δεν είναι η πρώτη φορά που η ανακάλυψη ενός εμβολίου, αποδείχθηκε σωτήρια για την ανθρωπότητα, μιας και πολλές φορές στο παρελθόν οι επιστήμονες μάς βγάλανε ασπροπρόσωπους.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.