αντιδικονομικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιδικονομικός η αντιδικονομική το αντιδικονομικό
      γενική του αντιδικονομικού της αντιδικονομικής του αντιδικονομικού
    αιτιατική τον αντιδικονομικό την αντιδικονομική το αντιδικονομικό
     κλητική αντιδικονομικέ αντιδικονομική αντιδικονομικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιδικονομικοί οι αντιδικονομικές τα αντιδικονομικά
      γενική των αντιδικονομικών των αντιδικονομικών των αντιδικονομικών
    αιτιατική τους αντιδικονομικούς τις αντιδικονομικές τα αντιδικονομικά
     κλητική αντιδικονομικοί αντιδικονομικές αντιδικονομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντιδικονομικός < αντι- + δικονομικός

Προφορά

ΔΦΑ : /an.di.ði.ko.no.miˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντιδικονομικός

Επίθετο

αντιδικονομικός, -ή, -ό

  • (νεολογισμός, νομικός όρος) που δεν είναι δικονομικός
    αντιδικονομικοί χειρισμοί

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.