αντιδιαμετρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιδιαμετρικός η αντιδιαμετρική το αντιδιαμετρικό
      γενική του αντιδιαμετρικού της αντιδιαμετρικής του αντιδιαμετρικού
    αιτιατική τον αντιδιαμετρικό την αντιδιαμετρική το αντιδιαμετρικό
     κλητική αντιδιαμετρικέ αντιδιαμετρική αντιδιαμετρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιδιαμετρικοί οι αντιδιαμετρικές τα αντιδιαμετρικά
      γενική των αντιδιαμετρικών των αντιδιαμετρικών των αντιδιαμετρικών
    αιτιατική τους αντιδιαμετρικούς τις αντιδιαμετρικές τα αντιδιαμετρικά
     κλητική αντιδιαμετρικοί αντιδιαμετρικές αντιδιαμετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο

αντιδιαμετρικός (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.