αντιδασκαλικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιδασκαλικός η αντιδασκαλική το αντιδασκαλικό
      γενική του αντιδασκαλικού της αντιδασκαλικής του αντιδασκαλικού
    αιτιατική τον αντιδασκαλικό την αντιδασκαλική το αντιδασκαλικό
     κλητική αντιδασκαλικέ αντιδασκαλική αντιδασκαλικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιδασκαλικοί οι αντιδασκαλικές τα αντιδασκαλικά
      γενική των αντιδασκαλικών των αντιδασκαλικών των αντιδασκαλικών
    αιτιατική τους αντιδασκαλικούς τις αντιδασκαλικές τα αντιδασκαλικά
     κλητική αντιδασκαλικοί αντιδασκαλικές αντιδασκαλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντιδασκαλικός < αντι- + δασκαλικός

Προφορά

ΔΦΑ : /an.di.ða.ska.liˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντιδασκαλικός

Επίθετο

αντιδασκαλικός, -ή, -ό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.