αντιβαρύτητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντιβαρύτητα | οι | αντιβαρύτητες |
| γενική | της | αντιβαρύτητας | των | αντιβαρυτήτων |
| αιτιατική | την | αντιβαρύτητα | τις | αντιβαρύτητες |
| κλητική | αντιβαρύτητα | αντιβαρύτητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αντιβαρύτητα θηλυκό
Μεταφράσεις
αντιβαρύτητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.