payoff

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

payoff (en)

  1. κέρδος, όφελος, ανταμοιβή, απόδοση
  2. μίζα, φακελάκι, δωροδοκία, πληρωμή
  3. αποζημίωση
  4. εξόφληση, αποπληρωμή, υπόλοιπο εξόφλησης
  5. κάτι που ξεπληρώνει κάτι δυσάρεστο, επίπονο ή αγορασμένο
  6. (μεταφορικά) ανταμοιβή (πχ. ηθική, πνευματική κτλ.)
  7. ...
  8. ...
  9. ...
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.