payoff

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
payoff (en)
- κέρδος, όφελος, ανταμοιβή, απόδοση
- μίζα, φακελάκι, δωροδοκία, πληρωμή
- αποζημίωση
- εξόφληση, αποπληρωμή, υπόλοιπο εξόφλησης
- κάτι που ξεπληρώνει κάτι δυσάρεστο, επίπονο ή αγορασμένο
- (μεταφορικά) ανταμοιβή (πχ. ηθική, πνευματική κτλ.)
- ...
- ...
- ...
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.