ανταλλακτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανταλλακτικός η ανταλλακτική το ανταλλακτικό
      γενική του ανταλλακτικού της ανταλλακτικής του ανταλλακτικού
    αιτιατική τον ανταλλακτικό την ανταλλακτική το ανταλλακτικό
     κλητική ανταλλακτικέ ανταλλακτική ανταλλακτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανταλλακτικοί οι ανταλλακτικές τα ανταλλακτικά
      γενική των ανταλλακτικών των ανταλλακτικών των ανταλλακτικών
    αιτιατική τους ανταλλακτικούς τις ανταλλακτικές τα ανταλλακτικά
     κλητική ανταλλακτικοί ανταλλακτικές ανταλλακτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανταλλακτικός < ανταλλάσσω + -τικός

Επίθετο

ανταλλακτικός, -ή, -ό

  1. που μπορεί να ανταλλαγεί
  2. που έχει σχέση με την ανταλλαγή, ανήκει σ’ αυτήν ή αναφέρεται σ’ αυτήν
  3. (ουσιαστικοποιημένο) ανταλλακτικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.