αντίποινο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντίποινο τα αντίποινα
      γενική του αντίποινου
& αντιποίνου
των αντίποινων
& αντιποίνων
    αιτιατική το αντίποινο τα αντίποινα
     κλητική αντίποινο αντίποινα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντίποινο < (ελληνιστική κοινή) ἀντίποινον, ουδέτερο του ἀντίποινος < ἀντί + αρχαία ελληνική ποινή

Ουσιαστικό

αντίποινο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.