ανοιχτοχέρικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανοιχτοχέρικος η ανοιχτοχέρικη το ανοιχτοχέρικο
      γενική του ανοιχτοχέρικου της ανοιχτοχέρικης του ανοιχτοχέρικου
    αιτιατική τον ανοιχτοχέρικο την ανοιχτοχέρικη το ανοιχτοχέρικο
     κλητική ανοιχτοχέρικε ανοιχτοχέρικη ανοιχτοχέρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανοιχτοχέρικοι οι ανοιχτοχέρικες τα ανοιχτοχέρικα
      γενική των ανοιχτοχέρικων των ανοιχτοχέρικων των ανοιχτοχέρικων
    αιτιατική τους ανοιχτοχέρικους τις ανοιχτοχέρικες τα ανοιχτοχέρικα
     κλητική ανοιχτοχέρικοι ανοιχτοχέρικες ανοιχτοχέρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανοιχτοχέρικος < ανοιχτοχέρης + -ικος

Επίθετο

ανοιχτοχέρικος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.