ανοιχτοκίτρινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανοιχτοκίτρινος η ανοιχτοκίτρινη το ανοιχτοκίτρινο
      γενική του ανοιχτοκίτρινου της ανοιχτοκίτρινης του ανοιχτοκίτρινου
    αιτιατική τον ανοιχτοκίτρινο την ανοιχτοκίτρινη το ανοιχτοκίτρινο
     κλητική ανοιχτοκίτρινε ανοιχτοκίτρινη ανοιχτοκίτρινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανοιχτοκίτρινοι οι ανοιχτοκίτρινες τα ανοιχτοκίτρινα
      γενική των ανοιχτοκίτρινων των ανοιχτοκίτρινων των ανοιχτοκίτρινων
    αιτιατική τους ανοιχτοκίτρινους τις ανοιχτοκίτρινες τα ανοιχτοκίτρινα
     κλητική ανοιχτοκίτρινοι ανοιχτοκίτρινες ανοιχτοκίτρινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανοιχτοκίτρινος < ανοιχτός + -ο- + κίτρινος

Επίθετο

ανοιχτοκίτρινος[1]

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. ανοιχτοκίτρινος -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.