ανοιχτά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανοιχτά < ανοιχτός +

Επίρρημα

ανοιχτά

  1. χωρίς κλείσιμο
     αντώνυμα: κλειστά
  2. (κατ’ επέκταση) ξεκλείδωτα
  3. (κατ’ επέκταση) μακριά
  4. (ναυτικός όρος) στο πέλαγος
  5. (μεταφορικά) απερίφραστα, ειλικρινά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ανοιχτά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.